ζεφυρίτιδα

ζεφυρίτιδα
η (Α ζεφυρῑτις, -ιδος) [ζέφυρος]
(θηλ. τού ζεφύριος)
1. ευχάριστη πνοή ζέφυρου
2. (επίθ. τής Αφροδίτης) αυτή που λατρεύεται στην Κύπρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”